προσαναδιδάσκω

προσαναδιδάσκω
Α
διδάσκω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναδιδάσκω «διδάσκω εκ νέου, εξηγώ»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”